ανήξερος

ανήξερος
-η, -ο (Μ ἀνήξευρος), [ηξεύρω]
αυτός που αγνοεί κάτι, ανίδεος, άπειρος
μσν.
άγνωστος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ανήξερος — η, ο αυτός που δε γνωρίζει, που αγνοεί: Κοίταξε που κάνει τον ανήξερο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακάτεχος — η, ο [κατέχω] 1. αυτός που δεν κατέχει τίποτε, ο φτωχός 2. αυτός που δεν ξέρει κάτι, ο ανήξερος, ο άπειρος …   Dictionary of Greek

  • αδαής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, άπειρος, ανήξερος: Σε θέματα οικονομικά ήταν εντελώς αδαής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”